Τάμαν, Γκούσταβ Χένριχ Γιόχαν Απόλλων — (Tamman, 1861 – 1938). Γερμανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπ (σημερινό Τάρτου), στο οποίο αργότερα δίδαξε ως καθηγητής. Διετέλεσε επίσης καθηγητής και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Διαπίστωσε ότι τα διαλύματα με ίδια… … Dictionary of Greek
Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… … Dictionary of Greek
Κερτς — (Kerch). Πόλη (157.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ.). Στην ακτή του κόλπου του Κ. λειτουργεί πορθμείο που ενώνει την Κριμαία με τον Καύκασο διαμέσου του ομώνυμου πορθμού, με… … Dictionary of Greek
Πατραία — Πόλη του αρχαίου κράτους του Βοσπόρου. Ύστερα από ανασκαφές που έγιναν την περίοδο 1948 61 και στη συνέχεια τη δεκαετεία του ’60, διαπιστώθηκε ότι ο οικισμός δημιουργήθηκε τον 6o αι. π.Χ. Πριν και γύρω στον 1o αι. π.Χ. υπήρχε στην ίδια θέση ένα… … Dictionary of Greek